- σπλαγχνικός
- -ή, -ό / σπλαγχνικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και σπλαχνικός Ν [σπλά(γ)χνο(ν)]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα σπλάγχνα (α. «σπλαγχνική αντίδραση» β. «σπλαγχνικὰ φάρμακα», Διοσκ.)νεοελλ.1. ευσπλαγχνικός, οικτίρμονας («σπλαχνικός πατέρας»)2. (για λόγους) καλοπροαίρετος, φιλόφρονας3. (ανατ.-φυσιολ.) (για σχηματισμό ή λειτουργία) αυτός που έχει σχέση με τα σπλάγχνα4. φρ. α) «σπλαγχνικά νεύρα» ανατ. οι δύο κλάδοι τής θωρακικής μοίρας που εκπορεύονται από τα γάγγλια τού συμπαθητικού στελέχους, το μείζον και το έλασσον, και συνδέουν τον νωτιαίο μυελό με τα σπλάγχναβ) «σπλαγχνικές κοιλότητες»ανατ. οι μεγάλες κοιλότητες τού σώματος, τού κρανίου, τού θώρακα, τής κοιλιάς και τής πυέλουγ) «σπλαγχνική αίσθηση»βιολ. το σύνολο τών ιδιοδεκτικών ερεθισμάτων που προέρχονται από τα σπλάγχνα και άγονται από ιδιαίτερες ίνες οι οποίες πορεύονται σε διακλαδώσεις τού αυτόνομου νευρικού συστήματος, ανέρχονται γύρω από τον κεντρικό σωλήνα τού νωτιαίου μυελού και καταλήγουν στον υποθάλαμο τού εγκεφάλουδ) «σπλαγχνικό κρανίο»ανατ. το σπλαγχνοκράνιοε) «σπλαγχνικός σκελετός»ζωολ. ο σκελετός τού στόματος μαζί με τα βραγχιακά φατνίααρχ.μτφ. τρυφερός («σπλαγχνικὸς ἔρως», πάπ.).
Dictionary of Greek. 2013.